- θρίαμβος
- triomphe
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
θρίαμβος — hymn to Dionysus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίαμβος — I Δημόσια πανηγυρική τελετή που πραγματοποιούσαν οι νικητές στρατηγοί στην αρχαία Ρώμη. O θ. οργανωνόταν μόνο ύστερα από αίτηση του στρατηγού δικτάτορα, ύπατου, ανθύπατου ή πραίτορα και με άδεια της Συγκλήτου. Περιλάμβανε μια μεγάλη πομπή, η… … Dictionary of Greek
θρίαμβος — ο 1. εορταστικές εκδηλώσεις στην αρχαία Ρώμη προς τιμή του νικητή στρατηγού: Τελώ θρίαμβο. 2. επιτυχία, λαμπρή νίκη: Θρίαμβος της αγάπης. – Θρίαμβος του στρατού μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριάμβοις — θρίαμβος hymn to Dionysus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριάμβου — θρίαμβος hymn to Dionysus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριάμβους — θρίαμβος hymn to Dionysus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριάμβων — θρίαμβος hymn to Dionysus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριάμβῳ — θρίαμβος hymn to Dionysus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίαμβε — θρίαμβος hymn to Dionysus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίαμβοι — θρίαμβος hymn to Dionysus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρίαμβον — θρίαμβος hymn to Dionysus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)